νεφρόν

νεφρόν
νεφρός
kidneys
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • обистьѥ — ОБИСТЬ|Ѥ (10), ˫А с. Почки: имъ же мощи съ дв҃домь гл҃ти. ˫ако разгорѣсѧ ср(д)це мое и обисть˫а мо˫а измѣнишасѧ (νεφρούς) ГБ XIV, 44б; еста же та неч(с)тнѣиша и нелѣпа. чресла бо и обисть˫а. (οἱ νεφροί) Там же; Повелѣ зако(н) краи печении. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ηπατονεφρικός — ή, ό ιατρ. φρ. «ηπατονεφρικό σύνδρομο» διαταραχή τής νεφρικής λειτουργίας που είναι επακόλουθη ηπατικής νόσου ή εγχειρήσεως τών χοληφόρων οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatonephric < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + nephric… …   Dictionary of Greek

  • μεσονέφριν — μεσονέφριν, τὸ (Μ) το μέρος τού προβάτου γύρω από τα νεφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + νεφρόν] …   Dictionary of Greek

  • νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… …   Dictionary of Greek

  • περίνεφρος — ον, Α (για πρόβατα) αυτός που παρουσιάζει άφθονη συγκέντρωση λίπους γύρω από τους νεφρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νεφρόν] …   Dictionary of Greek

  • σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”